guaxo - ορισμός. Τι είναι το guaxo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι guaxo - ορισμός


guaxo      
adj (quíchua guájcha)
1 Aplica-se à cria sem mãe ou que foi separada dela na idade de amamentação.
2 Diz-se do ovo que a ave põe fora do ninho ou em ninho de outra ave.
3 Aplica-se a plantas que nascem à toa e medram sem cuidados culturais
sm
1 Muda de erva-mate.
2 Animal ou criança amamentados com outro leite que não o materno
guaxe      
s.m. (-1618 cf. DHPT)
-orn
1 PE MG m.q. carretão ( Sericossypha loricata )
2 B ave passeriforme da subfam. dos icteríneos ( Cacicus haemorrhous ), que ocorre na América do Sul setentrional, Brasil oriental e centro-meridional, Paraguai e Argentina; de plumagem negra com uropígio e base da cauda vermelhos e bico amarelo-esverdeado; constrói ninhos em colônias; japim-da-mata-encarnado, japim-de-costa-vermelha, japim-do-mato, japira, xicu
-etim tupi gwai'xo 'ave da subfam. dos icteríneos' -hom guache(s.m.) -par guaxi(adj.2g.s.2g.) -voz v. e subst.: gralhar
guaxo      
adj.s.m. m.q. 1
guacho -hom guacho(s.m.)